- πυγαίου
- πυγαῖονneut gen sgπῡγαί̱ου , πυγαῖοςofmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυγαίος — α, ο / πυγαῑος, αία, ον, ΝΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυγή, στην ουρά, ουραίος, οπίσθιος («τῶν πτερύγων καὶ τοῡ πυγαίου ἄκρου», Ηρόδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πυγαία βάση κίονα, βάθρο στύλου ή στήλης νεοελλ. το ουδ. εν. ως ουσ.… … Dictionary of Greek